ὀψίνοος

ὀψίνοος
ὀψίνοος [], ον,
A late-observing, i.e. remiss, inobservant, of Epimetheus, Pi.P.5.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀψίνοον — ὀψίνοος late observing masc/fem acc sg ὀψίνοος late observing neut nom/voc/acc sg ὀψίνους masc/fem acc sg ὀψίνους neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινόου — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut gen sg ὀψίνους masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψινόῳ — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut dat sg ὀψίνους masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”